- επιδειξίας
- ο1. αυτός που επιζητεί ευκαιρίες για επίδειξη (γνώσεων, πλούτου κτλ.), επιδεικτικός, ρεκλαμαδόρος.2. (ιατρ.), αυτός που πάσχει από επιδειξιομανία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.