επιδειξίας

επιδειξίας
ο
1. αυτός που επιζητεί ευκαιρίες για επίδειξη (γνώσεων, πλούτου κτλ.), επιδεικτικός, ρεκλαμαδόρος.
2. (ιατρ.), αυτός που πάσχει από επιδειξιομανία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιδειξίας — ο [επίδειξη] 1. αυτός που επιδιώκει να επιδεικνύεται, να προβάλλεται στους άλλους 2. αυτός που πάσχει από επιδειξιμανία …   Dictionary of Greek

  • συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδοκέρι — το, Ν 1. ειδικό ψαλίδι για την κοπή τού καμένου φιτιλιού τού κεριού 2. μτφ. α) (κατά τους χρόνους τής Ελληνικής Επανάστασης) (σκωπτ.) το ανδρικό ευρωπαϊκό σχιστό ένδυμα, το φράκο, και, γενικά, η ευρωπαϊκή ενδυμασία β) (κατ επέκτ.) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”